Μερικος αναδιλασιασμος στις κααδοκικες διαλεκτους
Metin Βαğrak, Mark Janse
Partial reduplication with (quasi-)fixed segmentism in Cappadocian is discussed as a morphological phenomenon induced by contact with Turkish. It is argued that the reduplicant in both languages is a tiered affix whose phonemic melody is not determined and hence is defined by that of the base. This reveals an asymmetry between the source and the recipient languages in employing reduplication and in the nature of the reduplicant affix, which should be accounted for language specifically. The discussion also verifies that global copying is almost confined to lexical borrowing, whereas morphological borrowing is almost always selective.
Λέξεις-Κλειδιά: μερικός αναδιλασιασμός, σκελετικό ρόσφυμα, κααδοκικές διάλεκτοι, δανεισμός
Οι κααδοκικές διάλεκτοι, αρουσιάζουν το φαινόμενο του μερικού αναδιλασιασμού. Πρόκειται για μία μορφολογική διαδικασία, κατά την οοία η έμφαση δίνεται στη σημασία των ειθέτων και ένα ορισμένο τμήμα της βάσης[1] εαναλαμβάνεται και στην ορεία ροθηματοοιείται σ αυτή, αό κοινού με κάοιο συγκεκριμένο, συνήθως ανεξάρτητο, Σ(ύμφωνο):[2]
(1)
Βάσεις με αρχικό σύμφωνο
μάς-μαυρο κατάμαυρος <μαύρο
(Αρ., Φ&Κ:33, D:334, 623 Ουλ., Κ:81)
λί-λίγο Թολύ λίγος <λίγο
(Αρ., Φ&Κ:32, Φερ., Κρ:54, D:620 Αλ:490)
κά-καλο Թολύ καλός <καλό
(Ουλ., K:80)
κέ-κελες όμορφος <κελές
(Ουλ., Κ:80)
μάν-μαναχο ολομόναχος <μαναχό
(Αρ., Φ&Κ:33, Μιστί, J)
όμ-ολυ Թάρα ολύς <ολύ
(Φερ., Αλ:490)
(2)
Βάσεις με αρχικό φωνήεν
ά-ασρο κάτασρος <άσρο
(Αρ., Φ&Κ:20 Ουλ., Κ:80 Φερ., Κρ:54)
Όως αρατηρείται στο αράδειγμα (1), στην ερίτωση των βάσεων με αρχικό Σ, τα αρχικά Σ-Φ(ωνήεν) εαναλαμβάνονται και εμφανίζονται στην αρχή τους ως ρόθημα. Ανάμεσα στα στοιχεία αυτά και τη βάση, εμφανίζεται ένα αό τα Σ /s/, /p/, /m/ και /n/. Για αράδειγμα, στο μάς-μαυρο, το αρχικό Σ /m/ και το αρχικό Φ /a/, έειτα αό το ρώτο στάδιο της διαδικασίας, ακολουθούνται αό το /s/ κατά την ροθηματοοίηση. Στην ερίτωση των βάσεων με αρχικό Φ (2), είναι μόνο το αρχικό Φ (/a/ στο αράδειγμα (2)), το οοίο εαναλαμβάνεται, ενώ το Σ ου αρεμβάλλεται είναι το αμετάβλητο /p/. Σημειωτέον ότι και στις δύο εριτώσεις (1)–(2), ο τόνος μετακινείται στην αρχική συλλαβή της βάσης.
Δεδομένου ότι στα τουρκικά, γλώσσα – εαφής με τη διάλεκτο της ελληνικής για άνω αό μισή χιλιετία, αρουσιάζεται φαινόμενο σχεδόν ταυτόσημο με αυτό ου συναντάμε στην κααδοκική, μορεί εξαρχής να υοστηριχθεί ότι το φαινόμενο στην ελληνική διάλεκτο είναι αοτέλεσμα εαφής (βλ. είσης Tzitzilis, in preparation, Janse υό έκδ., Κυρανούδης 2009: 31, 61):
(3)
Βάσεις με αρχικό σύμφωνο
mas-mavi σκούρο μλε <mavi μλε
bes-belli ολοφάνερος <belli φανερός
kp-krmz κατακόκκινος <krmz κόκκινος
sap-sar κατακίτρινος <sar κίτρινος
bom-boş ολόαδειος <boş άδειος
sm-scak ολύ ζεστός <scak ζεστός
ter-temiz εντακάθαρος <temiz καθαρός
ser-sefil εντελώς άθλιος <sefil άθλιος
(4)
Βάσεις με αρχικό φωνήεν
up-uzun ολύ ψηλός <uzun ψηλός
ip-ince ολύ λετός <ince λετός
ap-ak εντελώς ανοικτός <ak ανοικτός
Όταν η βάση στα τουρκικά ξεκινάει με σύμφωνο (3), το αρχικό ΣΦ (στο εξής: αναδιλασιάζον) εαναλαμβάνεται και ροθηματοοιείται μαζί με ένα ανεξάρτητο Σ (στο εξής: αναδιλασιαστικό Σ- reduplicative consonant), Gksel & Kerslake 2005: 90). Θεωρητικά, υάρχουν τρία τέτοια ιθανά Σ ου συνοδεύουν το αναδιλασιάζον /p/, /m/, /s/.[3] Εάν η βάση έχει Φ στην αρχή της (4), τότε μόνο το αρχικό Φ εαναλαμβάνεται και ροθηματοοιείται με το αμετάβλητο /p/ (Hatipoğlu 1973, Demircan 1987, Kelepir 2000, Gksel & Kerslake 2005: 90).
Η αρούσα μελέτη, αφιερώνεται στην εξέταση του φαινομένου στα κααδοκικά ως ένα φαινόμενο μορφολογικό, αοτέλεσμα γλωσσικής εαφής με τα τουρκικά. Συγκεκριμένα, στη συνέχεια, θα ααντηθούν τα εξής ερωτήματα:
(5)
α. Μορεί το φαινόμενο να αναλυθεί με κοινό θεωρητικό μοντέλο και για τα δύο γλωσσικά συστήματα δηλ. τόσο για τις κααδοκικές διαλέκτους, όσο και για τα τουρκικά;
β. Η ειλογή του αναδιλασιαστικού Σ είναι αυθαίρετη ή εξαρτάται αό συγκεκριμένη/ες αρχή/ές; Σε ερίτωση ου υάρχουν κάοιες αρχές, είναι οι ίδιες και για τα δύο γλωσσικά συστήματα;
Οι ααντήσεις στα ερωτήματα στο (5), ααιτούν τη λετομερή ανάλυση και διευκρίνιση της διαδικασίας στα τουρκικά. ς εκ τούτου, στην εόμενη ενότητα θα αναλύσουμε το μερικό αναδιλασιασμό της τουρκικής. Πιο συγκεκριμένα, στην υο-ενότητα 2.1, θα αρουσιάσουμε δύο διαφορετικές θεωρητικές υοθέσεις για το φαινόμενο, ου έχουν υιοθετηθεί στη βιβλιογραφία: την Υόθεση του Ολικού-ρος-Μερικού Αναδιλασιασμού (full-to-partial reduplication) και την Υόθεση της Αντιγραφής-και-Συσχέτισης (copy and association), ενώ στην υο-ενότητα 2.2, αρουσιάζοντας την ανάλυση των τουρκικών δεδομένων αό τον Kim (2003) στα λαίσια της Υόθεσης του Ολικού-ρος-Μερικού Αναδιλασιασμού, θα συζητήσουμε ότι τα ίδια δεδομένα μορεί να αναλυθούν καλύτερα υό το ρίσμα της Υόθεση της Αντιγραφής-και-Συσχέτισης. Εομένως, στην υο-ενότητα 2.3, ακολουθώντας την ανάλυση του Marantz (1982, 1987) για τη μερική εανάληψη στο λαίσιο της Υόθεσης της Αντιγραφής-και-Συσχέτισης, θα αρουσιάσουμε τη δική μας αναστοιχείωση των δεδομένων. Συγκεκριμένα στο άρθρο, υοστηρίζουμε ότι η εαναλητική διαδικασία είναι Թροσφυματοοίηση (ανάλογα με την υό εξέταση γλώσσα, ροθηματοοίηση, ειθηματοοίηση αλλά και ενθηματοοίηση) με τεμαχιακό σχεδιότυο (segmental template), τα ροσωδιακά χαρακτηριστικά του οοίου είναι αροσδιόριστα (ή, σε ελάχιστες εριτώσεις, υοροσδιορισμένα) στο Λεξικό. Η συζήτησή μας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη θεωρία της Αυτοτεμαχιακής Φωνολογίας. Η υο-ενότητα 2.4 αφιερώνεται στην ανάλυση του αναδιλασιαστικού Σ, ου συνοδεύει το αντίστοιχο ρόσφυμα, δηλ. το τεμαχιακό σχεδιότυο: στη συγκεκριμένη υο-ενότητα, υοστηρίζουμε ότι το αναδιλασιαστικό Σ μορεί να αναλυθεί μόνο ως ξεχωριστό ρόσφυμα. Δηλαδή, κατά την ανάλυσή μας, δεν εμφανίζεται ένα, αλλά δύο διαφορετικά ροθήματα στη συγκεκριμένη μορφολογική διαδικασία. Το ροσωδιακό χαρακτηριστικό του Σ δεν ροσδιορίζεται μόνο αό τα ανάλογα χαρακτηριστικά της βάσης, αλλά σημαντικό ρόλο στη διαδικασία διαδραματίζουν είσης, τόσο η μορφολογία, όσο και το Λεξικό.
Στην ενότητα 3, θα εξετάσουμε τα κααδοκικά δεδομένα και θα δείξουμε ως αν και η θεωρητική ροσέγγιση ου αρουσιάζουμε για τα τουρκικά στις υο-ενότητες 2.3–2.4, μορεί να ερμηνεύσει σε μεγάλο βαθμό τα κααδοκικά δεδομένα, ρέει αρ όλα αυτά να υιοθετήσει κανείς ορισμένες ειλέον τροοοιήσεις για μια σωστή ανάλυση. Τα αοτελέσματα των τροοοιήσεων για εριβάλλοντα γλωσσικής εαφής, δίνονται συνοτικά στην ενότητα 4, η οοία εριλαμβάνει και τα γενικά συμεράσματα της αρούσας μελέτης.
2. Μερικός Αναδιλασιασμός στα Τουρκικά
2.1 Εισκόηση των θεωρητικών Προσεγγίσεων
Ο όρος αναδιλασιασμός αναφέρεται στη μορφολογική διαδικασία σχηματισμού λέξεων, όου η βάση ενός μορφήματος ή θέματος συσχετίζεται με μία αράγωγη μορφή, η οοία μορεί να αναλυθεί ως σχηματισμένη αό τη βάση μέσω ροσφυματοοίησης φωνημικών τεμαχίων ου είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ταυτόσημα με το φωνημικό εριεχόμενο της βάσης (μετάφραση: MB&MJ, Marantz 1982: 437).
Για τις τυικές ιδιότητες του φαινομένου, έχουν διατυωθεί δύο υοθέσεις, ου υιοθετήθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη βιβλιογραφία. Η ρώτη, δηλ. η Υόθεση του Ολικού-ρος-Μερικού Αναδιλασιασμού (ΥΟΜΑ), υοστηρίζει ότι η μερική εανάληψη γλωσσικών τεμαχίων συσχετίζεται με την ολική, .χ. ρωί ρωί, σιγά σιγά (μεταξύ άλλων, Steriade 1988, Inkelas & Zoll 2005). Σύμφωνα με την ισχυρή εκδοχή της υόθεσης, όλοι οι τύοι της ρώτης διαδικασίας, είναι στην ουσία τύοι της δεύτερης, τύοι οι οοίοι στη συνέχεια συλλαβοοιούνται και ερικότονται, ανάλογα με τους κανόνες του ροσωδιακού κατάλογου μίας συγκεκριμένης γλώσσας (βλ. Steriade 1988). Η ερικοή των εαναλαμβανόμενων στοιχείων, είναι τυικά αράλληλη με τη διαδικασία σχηματισμού υοκοριστικών σε ολλές γλώσσες, .χ. Sam < Samuel ή Liz < Elizabeth, με το σχεδιότυο ΣΦΣ. Με βάση την αδύναμη εκδοχή της υόθεσης, η ερικοή μορεί να λάβει χώρα είτε σε οοιονδήοτε αό τους θυγατρικούς κόμβους, είτε στον μητρικό. Και στις δύο εκδοχές, τα ροκαθορισμένα τεμάχια ου αίζουν ρόλο στη διαδικασία, θεωρούνται ως εένθεση.
Σε αντίθεση με την Υόθεση του Ολικού-ρος-Μερικού Αναδιλασιασμού, ου εριγράφηκε ιο άνω, η δεύτερη, δηλ., η Υόθεση της Αντιγραφής-και-Συσχέτισης (ΥΑΣ), θεωρεί ότι οι δύο μορφές μορφολογικής εανάληψης αοτελούν ξεχωριστά φαινόμενα. Κατά τους υοστηρικτές της (μεταξύ άλλων, Marantz 1982 1987, Yip 1982, Broselow & McCarthy 1983), είναι ακριβώς οι αναδιλασιαστές-ροσφύματα (reduplicative affix) ου καθορίζουν τα εξαγόμενα της διαδικασίας της ερικοής (βλ. Marantz 1987). Η εν λόγω ροσέγγιση βασίζεται στη χρήση των ανεξάρτητων ροσωδιακών αξόνων, με τους οοίους συσχετίζονται τα φωνολογικά στοιχεία της βάσης. Με άλλα λόγια, o αναδιλασιαστής-ροσφύμα είναι σκελετός ου αοτελείται αό Σ και Φ, χωρίς λήρες φωνημικό εριεχόμενο (δηλ. μελωδία). ς εκ τούτου, η ροσφυματοοίηση του ΣΦ-σκελετού ααιτεί την εανάληψη μόνο των φωνολογικών τεμαχίων αό τη βάση και τη συσχέτισή τους με τα τεμάχια του ΣΦ-σκελετού. Υό την έννοια αυτή, δεν υάρχει διαφορά ανάμεσα στο ΣΦ-σκελετό και τα άλλα ροσφύματα στο λεξικό, εκτός αό το γεγονός ότι δεν διαθέτει φωνολογικό χαρακτήρα. ς ρος τη φύση του ροκαθορισμένου τεμαχίου, ωστόσο, δεν υάρχει συμφωνία μεταξύ των υοστηρικτών της συγκεκριμένης υόθεσης. Μερικοί (.χ. Marantz 1982), υοστηρίζουν ότι το τεμάχιο αυτό είναι ήδη ροκαθορισμένο και συσχετισμένο στο σκελετό, ενώ ορισμένοι το θεωρούν ειδική ερίτωση ανομοίωσης του γλωσσικού τεμαχίου (Yip 1982 1995). Η υόθεση αυτή αοτελεί και τη βάση της Υόθεσης της Προσωδιακής Μορφολογίας (McCarthy & Prince 1986), κατά την οοία οι σκελετοί ρέει να οριστούν όχι ως Σ και Φ, αλλά ως ραγματικές ροσωδιακές μονάδες, όως για αράδειγμα οι μόρες, οι συλλαβές και οι όδες.
2.2 Ο Αναδιλασιασμός στην τουρκική: Προβλήματα με την ΥΟΜΑ
Η λετομερής αρατήρηση των τουρκικών δεδομένων, φανερώνει ότι σε ολλές εριτώσεις το αναδιλασιάζον είναι μονάδα μικρότερη αό την συλλαβή (βλ. Τα αραδείγματα στα (3)–(4) δίνονται ξανά με λετομέρειες στα (6)–(7)):
(6)
Βάσεις με αρχικό σύμφωνο
ms.ma.vi σκούρο μλε <ma.v μλε
bs.bel.li ολοφάνερος <bel.l φανερός
kp.kr.m.z κατακόκκινος <kr.m.z κόκκινος
sp.sa.r κατακίτρινος <sa.r κίτρινος
bm.boş ολόαδειος <boş άδειος
sm.s.cak ολύ ζεστός <s.ck ζεστός
tr.te.miz εντακάθαρος <te.mz καθαρός
sr.sefil εντελώς άθλιος <se.fl άθλιος
(7)
Βάσεις με αρχικό φωνήεν
.pu.zun ολύ ψηλός <u.zn ψηλός
.pa.k εντελώς ανοικτός <a.k ανοικτός
.pin.ce ολύ λετός <in.c λετός
.pes.ki ολύ αλιός <es.k αλιός
Στο (6), στο οοίο δίνονται αραδείγματα με αρχικό Σ, βλέουμε ότι όταν είναι η αρχική συλλαβή ου εαναλαμβάνεται, όως στα αραδείγματα mavi, sar, scak, temiz και sefil και στα αραδείγματα belli, krmz και boş, τα τεμάχια /be/, /kɯ/ και /bo/, δεν αντιστοιχούν σε μία ολόκληρη (και ρώτη) συλλαβή της βάσης. Παρόλα αυτά και στις δύο εριτώσεις, το αναδιλασιάζον, μαζί με το αναδιλασιαστικό Σ αό το σύνολο {p, s, m, (r)}, σχηματίζουν μία ολόκληρη συλλαβή, όου το Σ γίνεται η έξοδος.
Στο (7), όου συναντάμε αραδείγματα με αρχικό Φ, στα uzun και ak, το εαναλαμβανόμενο τεμάχιο αντιστοιχεί στην ρώτη συλλαβή, ενώ στα αραδείγματα ince και eski είναι μόνο το ρώτο Φ ου αναδιλασιάζεται. Και στις δύο εριτώσεις, το Σ γίνεται η έμβαση της συλλαβής ου ακολουθεί το στοιχείο ου εαναλαμβάνεται.
Το ρώτο συμέρασμα ου μορεί κανείς να εξάγει αό τα (6)–(7) και την ερμηνεία τους στις δύο αραάνω αραγράφους, είναι ότι το αναδιλασιάζον μορεί να μην αντιστοιχεί σε μία ολόκληρη συλλαβή της βάσης, αλλά άντα αοτελεί μία ολόκληρη συλλαβή χωρίς (στην ερίτωση των βάσεων με αρχικό Φ) ή με το εαναλαμβανόμενο Σ (στην ερίτωση των βάσεων με αρχικό Φ). Ειλέον, η θέση του τόνου στις εαναλαμβανόμενες βάσεις δεν αντιστοιχεί στη θέση του τόνου στις γυμνές: όταν ο τόνος είναι συνήθως στη λήγουσα της βάσης στα τουρκικά, το αναδιλασιάζον είναι άντα η τονισμένη συλλαβή στις βάσεις ου εαναλαμβάνονται.
Τα αραδείγματα στα (6)–(7) και τα συμεράσματά τους είναι ήδη ροβληματικά για μία ανάλυση της μερικής εκδοχής του φαινομένου, κατά την οοία αυτό ου εαναλαμβάνεται μορεί να είναι μόνο μία ραγματική ροσωδιακή μονάδα της βάσης (βλ. McCarthy & Prince 1986). Αό την άλλη μεριά, τα αραδείγματα δημιουργούν σοβαρά ροβλήματα και στην ανάλυση, σύμφωνα με την οοία και οι δύο εκδοχές -μερική και ολική- ακολουθούν την ίδια διαδικασία, με τη διαφορά ότι η ρώτη υόκειται στους εραιτέρω κανόνες της συλλαβοοίησης και ερικοής (δηλ. για την ΥΟΜΑ). Στη συνέχεια, θα αρουσιάσουμε τα ροβλήματα, έτσι όως αυτά εμφανίζονται σε μία συγκεκριμένη ανάλυση των δεδομένων, στο λαίσιο της ΥΟΜΑ.
Ακολουθώντας τη Steriade (1988), ο Kim (2003) ροτείνει την ανάλυση του μερικού αναδιλασιασμού της τουρκικής στο λαίσιο της ΥΟΜΑ. Πιο συγκεκριμένα, υοστηρίζει ότι η διαδικασία στα τουρκικά είναι η ελάττωση του (αρατακτικού) συνθέτου, όου το α΄ συστατικό ελαττώνεται σε μία βάση της μορφής (Σ)ΦΣ. Το αράδειγμα (8) δείχνει την ορεία σχηματισμού του sp.sa.r κατακίτρινος αό το sa.r κίτρινος:
(8)
sar βάση
*sar-p-sar ολικός αναδιλασιασμός (αρατακτικό σύνθ.)
*sar-p- sar ελάττωση συνθέτου ((Σ)ΦΣ-)
*sr-p-sar κανόνας τονισμού στα σύνθετα
spsar υοκατάσταση/έκθλιψη με εενθετικό Σ
(Kim 2003:136 [=19])
Σύμφωνα με την ανάλυση του Kim, το /p/ είναι λεξικά ροκαθορισμένο ως αναδιλασιαστικό Σ για το λέξημα sar κίτρινος, (βλ. τον ορισμό του μερικού + ροκαθορισμένου αναδιλασιασμού (partial + prespecified reduplication) της Steriade 1988) το οοίο, κατά τη διαδικασία, εκθλίβει το τελικό Σ της βάσης. Το ρώτο ειχείρημα του, ροκειμένου να υοστηρίξει μία τέτοια ανάλυση, βασίζεται σε ορισμένα εαναλαμβανόμενα (δηλ. αρατακτικά) σύνθετα, ου, όως υοστηρίζει, υόκεινται σε αρόμοιους κανόνες συλλαβοοίησης και ερικοής. Κατά τον ερευνητή, αρατακτικά σύνθετα (sic), όως το rl-plak ολόγυμνος, με την ίδια σημασία σε κάθε συστατικό τους, εμφανίζουν κοινή δομή με τη μερική + ροκαθορισμένη εανάληψη στο (8). Το αράδειγμα (9) δείχνει ως ο ίδιος θεωρεί το rl-plak αράγωγο της υοκείμενης δομής *pl pl –ak, όου το *pl σημαίνει γυμνός και το είθημα –ak είναι το αραγωγικό είθημα:
(9)
Βάση Παρατακτικό σύνθετο
*pl-ak *pl pl-ak
*pl-k *pl-pl-ak κανόνας τονισμού
*pl-k *rl-pl-ak ανομοίωση /p/ > /r/
plk rl plak συγκοή
Το δεύτερο ειχείρημά του είναι η μετακίνηση του τόνου (βλ. (6)–(7)). Κατά τον Kim, ως ρος τη θέση του τόνου, τα αναδιλασιασμένα σύνθετα (ελαττωμένα, (10α) και μη (10β)), συμεριφέρονται με τρόο αρόμοιο με τα αλά ονοματικά (10γ) και στα τρία, ο κύριος τόνος βρίσκεται στο α΄ συστατικό και σε ερίτωση ου το α΄ συστατικό είναι ολυσυλλαβικό, στη λήγουσά του:
(10)
α. αρατακτικό σύνθετο (ελαττωμένο)
sp-sar κατακίτρινος
β. αρατακτικό σύνθετο (μη ελαττωμένο)
rl plak
γ. ονοματικό σύνθετο
taht kafa
ξύλος κεφάλι
ηλίθιος
Εντούτοις, όως αναφέρει ο Wlchli (2005: 166), αν και υάρχει σχέση ανάμεσα στον ολικό αναδιλασιασμό και το αρατακτικό σύνθετο, το να συνδεθεί η μερική εκδοχή της διαδικασίας με τα αρατακτικά, μορεί να είναι λανθασμένο. Διαγλωσσικά, η ολική εανάληψη είναι συχνό φαινόμενο, αντίθετα με τη μερική, ου είναι σχετικά σάνια. Ξεκινώντας με αυτή την αρατήρηση, υοστηρίζουμε ότι τα ειχειρήματα του Kim (2003) δεν μορούν να διατηρηθούν για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η υοστήριξη του (2003) ότι το α΄ συστατικό ελαττώνεται σε μία βάση της μορφής (Σ)ΦΣ είναι αβάσιμη, διότι, όως είδαμε στα (4)/(7), είναι μόνο το αρχικό Φ ου αναδιλασιάζεται. Πρέει να σημειωθεί ότι τέτοια ελάττωση σε συλλαβή (Σ)ΦΣ, δεν μορεί να υοστηριχθεί ούτε αό το σχηματισμό των υοκοριστικών (σε αντίθεση με Steriade 1988). Στα τουρκικά, τα υοκοριστικά των κύριων ονομάτων σχηματίζονται με την ελάττωση της βάσης σε σχεδιότυο (Σ)Φ.ΣΦ:
(11)
Σχεδιασμός υοκοριστικών των κύριων ονομάτων με (Σ)Φ.ΣΦ
A.po < Ap.dul.lah
İ.bo < İb.ra:.him
Me.to < Me.tin
Δεύτερον, η θέση του τόνου στο μερικό αναδιλασιασμό δεν μορεί να αοτελεί ακλόνητο ειχείρημα για την αιτιολόγηση της ΥΟΜΑ. Σε αντίθεση με το ειχείρημα του Kim (2003) ότι ο τόνος βρίσκεται σχεδόν άντα στη λήγουσα της βάσης στα τουρκικά, υάρχουν αρκετά ειθήματα, ου φέρουν τον τόνο στη συλλαβή ου ροηγείται αυτών (.χ. ρηματική άρνηση, ερωτηματικό μόριο, συγκεκριμένα αραγωγικά ειθήματα κλ. βλ. Sezer 1981). Προς αυτή την κατεύθυνση, συναντάμε δύο άντοτε τονισμένα ροθήματα:
(12)
n- msait b- haber
μη- διαθέσιμος α- ληροφόρητος
Τρίτον, το αράδειγμα του Kim, ου έχει αρουσιαστεί στο (9) και στο οοίο ο μελετητής αναφέρει ότι το rl-plak σχηματίζεται αό το *pl pl-ak, είναι αραλανητικό. Στο συγκεκριμένο αράδειγμα και τα δύο συστατικά του λεγομένου αρατατικού συνθέτου έχουν τη διαδοχή του συμλέγματος {-l} στο τέλος. Ένα άλλο αράδειγμα ου θα μορούσε να βοηθήσει τον Kim (αό τα δύο ου στην ραγματικότητα υάρχουν, κατά τη γνώμη μας), είναι το srl-sklam μουσκεμένος, με συστατικά το *sιrl και το *sklam, ου μορεί να συσχετιστεί με τη λέξη slak βρεγμένος. Συγκρίνοντας το *rl (9) με το *sιrl, υοστηρίζουμε ότι το –Il μορεί να είναι ένα ξεχωριστό είθημα. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούμε ότι το –Il και το –Ir, το οοίο σχηματίζει είθετα/ειρρήματα αό ονοματοοιητικά, είναι αλλόμορφα του ίδιου ειθήματος:
(13)
şp-r < şp ο ήχος της βροχής
tak-r < tak ο ήχος του χτυήματος στο ξύλο, αλλά
şar-l < şar ο ήχος του νερού
hor-ul < hor ο ήχος του ρόγχου
Όως βλέουμε στα αραδείγματα στο (13), το –Il ειθηματοοιείται στις βάσεις ου τελειώνουν σε /r/. Υοστηρίζουμε ότι το *rl στο rlplak και το *srl στο srlsklam είναι τέτοιου είδους ειρρήματα, ου σχηματίζονται αό ονοματοοιητικά, δεν είναι ταυτόσημα και δεν διαθέτουν λεξική σχέση με το β΄ συστατικό των αντίστοιχων αρατακτικών συνθέτων.
Παρά την άγνοια του ροβλήματος ου αναφέρθηκε στην ροηγούμενη αράγραφο, η ανάλυση του Kim δεν θα ήταν δυνατό να διατηρηθεί, καθώς στο αράδειγμα srlsklam ο λόγος ανομοίωσης του /k/ σε /r/, σε ένα υοθετικό αρατακτικό σύνθετο *skl skl-am, δεν θα ήταν ξεκάθαρος. Τέτοια ανομοίωση δεν αρατηρείται ουθενά αλλού στη γραμματική της τουρκικής. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί, ότι στην ερίτωση των βάσεων ου εμφανίζουν /k/ στο τέλος, το αναδιλασιαστικό Σ είναι άντα /m/ και όχι /r/ (βλ. Kelepir 2000: 17, αράρτ.):
(14) dik όρθιος > dimdik εντελώς όρθιος, #dirdik
Για το λόγο αυτό, δεν είναι σαφές γιατί η ανομοίωση του ρώτου /k/ στο *skl skl-am δεν ραγματοοιείται ρος το /m/, δηλ. #smlsklam, αλλά ρος το /r/, δηλ. srlsklam.
Τέταρτον, αορρίτουμε το ειχείρημα του Kim, ότι η ειλογή του εαναλαμβανόμενου Σ αο το σύνολο {p, m, s} είναι αυθαίρετη. Σύμφωνα με τον ίδιο, στο sapsar κατακίτρινος, για αράδειγμα, το αναδιλασιαστικό /p/ είναι ροκαθορισμένο (δηλ. υοκατηγοριοοιημένο) για το λέξημα sar κίτρινος. Για το ίδιο ειχείρημα, βλ. είσης, Foster (1969), Yavas (1980) και Vaux (1998). Σε αντίθεση με την άοψη των Kim (2003), Yavas (1980) και Vaux (1998), οι ρόσφατες έρευνες (μεταξύ άλλων, Demircan 1987, Wedel 1999, Kelepir 2000) αοκάλυψαν ότι οι ακόλουθοι εριορισμοί είναι ενεργοί κατά την ειλογή ενός συγκεκριμένου Σ:
(15)
(α) το αναδιλασιαστικό Σ αό το σύνολο {p, m, s} δε μορεί να είναι ίδιο με το αρχικό Σ της βάσης .χ. pembe ροζ #pep-pembe vs. pes-pembe σκούρο ροζ ενώ /p/ ϵ {p, s, m}.
(β) το αναδιλασιαστικό Σ δεν μορεί να είναι ίδιο με το δεύτερο Σ της βάσης .χ. pembe ροζ #pem-pembe vs. pes-pembe σκούρο ροζ ενώ /m/ ϵ {p, s, m}.
(γ) Τα φωνητικά χαρακτηριστικά του αναδιλασιαστικού Σ [χειλικό, κορωνιδικό, αντηχητικό, εξακολουθητικό] δεν μορούν να είναι κοινά με αυτά του δεύτερου Σ της βάσης .χ. στο pes-pembe σκούρο ροζ, το Σ /s/ ου εαναλαμβάνεται, είναι [+κορωνιδικό, +εξακολουθητικό] ενώ το /m/ είναι [+χειλικό, +αντηχητικό].
Οι εριορισμοί στο (15) είναι αρκετά ισχυροί, ώστε να υοστηριχθεί ότι το κάθε αναδιλασιαστικό Σ είναι υοκατηγοριοοιημένο για κάθε λέξημα (ή αντίστροφα).
Συμερασματικά, υοστηρίζουμε ότι η ΥΟΜΑ δεν ισχύει για τα τουρκικά δεδομένα. Στην εόμενη υο-ενότητα, θα ροτείνουμε μία ανάλυση των ίδιων δεδομένων στο λαίσιο της ΥΑΣ (Marantz 1982). Μία λετομερής εισκόηση των δεδομένων θα δείξει ότι η ανάλυσή μας αιτιολογεί ορισμένα φαινόμενα ου δεν μορούν να εξηγηθούν με την ΥΟΜΑ.
2.3 Το τουρκικό ρόσφυμα του αναδιλασιασμού
Ακολουθώντας τον Marantz (1982), υοστηρίζουμε ότι το φαινόμενο ανήκει στην αραγωγική μορφολογία και εφόσον το αραγωγικό σύστημα της τουρκικής βασίζεται στην ροσφυματοοίηση, το αναδιλασιάζον —με ελάχιστη υερβολή— δεν είναι τίοτα άλλο έρα αό ένα ρόσφυμα (αό εδώ στο εξής, ανδ). στόσο, αυτό ου ξεχωρίζει το ανδ αό τα υόλοια αραγωγικά (αλλά και τα κλιτικά) ροσφύματα, είναι ότι το ανδ είναι ροσωδιακά αόριστο[4], δηλαδή, ρόκειται για ένα (ροσωδιακά) σχεδιοτυικό ρόσφυμα. Αυτό το σχεδιοτυικό ρόσφυμα αοτελείται αό μία ακολουθία υοδοχών με καθορισμένη συλλαβικότητα, δηλ. αό τα Σ και Φ. Το ανδ, ου είναι ροσωδιακά αόριστο, συνοδεύεται αό την αντιγραφή της ροσωδιακής τιμής (μίας ακολουθίας) των τεμαχίων στη βάση και τη συσχέτισή τους με το ανδ. Σε αυτή την ροσέγγιση, οι Σ-Φ σκελετοί είναι συνδεδεμένοι στη μελωδία σε ξεχωριστούς άξονες (βλ. McCarthy 1979 1981):
(16) ΦωνΦ Φωνολογική Φράση
ru
μ μ Προσωδιακή λέξη
ty ty
σ σ σ σ Συλλαβικός άξονας
ty ty ty ty
Σ Φ Σ Φ Σ Φ Σ Φ ΣΦ-άξονας
| | | | | | | |
φ1 φ2 φ3 φ4 φ5 φ6 φ7 φ8 φωνημική μελωδία
(Blevins 1995: 100 (αλοοιημένο))
Υοθέτουμε ότι στα τουρκικά, το ανδ αοτελείται αό ένα ΣΦ σκελετικό ρόθημα, άνω στο οοίο αντιγράφεται ολόκληρη η φωνημική μελωδία της βάσης. Αυτό σημαίνει ότι η αντιγραφή γίνεται στον άξονα ΣΦ. Το (17) δείχνει τη αραγωγή του sapsar κατακίτρινος αό το sar κίτρινος (ροσωρινά το εαναλαμβανόμενο Σ /p/ αγνοείται):
(17)
ανδ + s a r s a r s a r
| | | | > | | | | | | = *sa-sar
Σ Φ + [ ΣΦ Σ Φ] Σ Φ + ΣΦ ΣΦ
Πρέει να σημειωθεί, ότι η αντιγραφή ολόκληρης της φωνημικής μελωδίας της βάσης είναι ααραίτητη. Η συσχέτιση της μελωδίας των σχετικών φωνημάτων αοκλειστικά, όως στο αράδειγμα (18), θα αοτελούσε αραβίαση του βασικού κανόνα της Αυτοτεμαχιακής Φωνολογίας (19):
(18) #ανδ + s a r
ΣΦ ΣΦ ΣΦ
(19) Συνδετικές γραμμές δεν μορούν να ροσερνάνε η μία την άλλη.
(Goldsmith 1976: 27 [=24 (2)])
Ακολουθώντας ξανά τον Marantz (1982: 446–447, 1987), υοθέτουμε ότι υάρχουν τρεις εριορισμοί ου ρυθμίζουν τη σύνδεση των φωνημικών μελωδιών με τον σκελετό ΣΦ:
Περιορισμός Α΄: Οι δεσμίδες ου εριέχουν το χαρακτηριστικό [–συλλαβικό] μορεί να συνδεθούν μόνο με τις υοδοχές Σ στο σκελετό και οι δεσμίδες ου εριέχουν το χαρακτηριστικό [+συλλαβικό], μορούν να συνδεθούν μόνο με τις υοδοχές Φ στον σκελετό.
Περιορισμός Β΄: Έειτα αό την ένα ρος ένα σύνδεση των φωνημάτων με τις υοδοχές Σ-Φ, τα υόλοια φωνήματα ή οι υοδοχές Σ-Φ αφαιρούνται. Δεν υάρχει ολλαλή σύνδεση των φωνημάτων με τις υοδοχές Σ-Φ ή των υοδοχών Σ-Φ με τα φωνήματα.
Περιορισμός Γ΄ (Δ΄ του Marantz): (i) η σύνδεση της φωνημικής μελωδίας με το σκελετικό ρόσφυμα ξεκινάει είτε αό το ιο αριστερό φώνημα ου συνδέεται με το ιο αριστερό Σ/Φ στο σκελετό και ροχωράει αό τα αριστερά ρος τα δεξιά, είτε αό το δεξιότερο φώνημα ου συνδέεται με το δεξιότερο Σ/Φ στο σκελετό και ροχωράει αό τα δεξιά ρος τα αριστερά, (ii) η σύνδεση της φωνημικής μελωδίας με το σκελετικό ρόσφυμα εξαρτάται αό τα φωνήματα, δηλαδή, για κάθε φώνημα με το οοίο συνδέεται, η διαδικασία σύνδεσης ανιχνεύει το σκελετό για να βρει μία κατάλληλη για το φώνημα υοδοχή Σ/Φ.
Με άλλα λόγια, ο εριορισμός Α΄ εξασφαλίζει τη σύνδεση των [+συλλαβικό] φωνημάτων με τις υοδοχές Φ και των [-συλλαβικό] φωνημάτων με τις υοδοχές Σ στο σκελετό (βλ. (17)).
Ο εριορισμός Β΄ εξασφαλίζει την ένα ρος ένα σύνδεση των φωνημάτων με τις υοδοχές Σ/Φ στο σκελετό. Ο συγκεκριμένος εριορισμός ειβεβαιώνεται αό μία ομάδα αναδιλασιαζόντων, στις βάσεις των οοίων το ρώτο Φ είναι [+μακρό]. Δηλαδή, ανεξάρτητα αό το χαρακτηριστικό [μακρό] του ρώτου Φ της βάσης, το Φ στο ανδ είναι άντα [-μακρό]:
(20)
la:civert βαθυγάλαζος > lap-la:civert εντελώς βαθυγάλαζος
ma:vi μλε > mas-ma:vi μλε σκούρος
a:rif σοφός > ap-a:rif ολύ σοφός
Συμφωνώντας με τη γενική υόθεση της γραμμικής φωνολογίας, ότι τα φωνήματα με το χαρακτηριστικό [+μακρό] συσχετίζονται με δύο κόμβους Φ (ή Σ) (μεταξύ άλλων, Ingria 1980, Clements & Keyser 1983), το γιατί στα αραδείγματα στο (20) όταν τα ρώτα Φ των βάσεων είναι [+μακρό], το Φ στο ανδ είναι [-μακρό], ερμηνεύεται ως εξής: δεν υάρχουν αρκετές υοδοχές Φ στο ανδ, με τις οοίες οι δύο κόμβοι του Φ με το χαρακτηριστικό [+μακρό] μορούν να συνδεθούν.
Τέλος, ο εριορισμός Γ΄ καθορίζει την κατεύθυνση της σύνδεσης, όως είσης εάν το ανδ είναι ρόθημα ή είθημα.
2.4 Το ρόβλημα με το ροκαθορισμένο τεμάχιο
Η ανάλυση ου έχουμε ροτείνει στην υο-ενότητα 2.3, εξηγεί την ταυτόσημη φωνημική μελωδία ανάμεσα στο αναδιλασιάζον και τη βάση. Εντούτοις, αυτή η ανάλυση δεν εξετάζει το Σ {p, m, s}, ου εαναλαμβάνεται και συνοδεύει το ανδ.
Για ανάλογες εριτώσεις μερικού αναδιλασιασμού, με ροκαθορισμένα τεμάχια στο ανδ, ο Marantz (1982: 446–447) ροτείνει τον εξής εριορισμό (εριορισμό Γ΄ του Marantz):
Περιορισμός Δ΄: Οι υοδοχές στο σκελετό Σ-Φ μορεί να είναι ροσυνδεδεμένες με ροκαθορισμένα χαρακτηριστικά. Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά υερισχύουν αυτών των φωνημάτων ου ρόκειται να συνδεθούν στις υοδοχές.
Ο εριορισμός Δ΄ ροτάθηκε αρχικά για να ερμηνεύσει την ροκαθορισμένη (δηλ. με ροκαθορισμένα τεμάχια) εανάληψη. Η ονοματοοίηση στη Γιορούμα (21), όου το αρχικό Σ (ή το σύμλεγμα ΣΣ) εαναλαμβάνεται και συνοδεύεται με το ροκαθορισμένο [], εξηγείται εύκολα με τον εριορισμό Δ΄ (22):
(21)
gb-gbn ζεστασιά gbn είμαι ζεστός
d-dra καλοσύνη dra είμαι καλός
(Γιορούμα, Aldere κ.ά. 1999: 328[=1])
(22)
ανδ + gbn
| | | | | = gb-gbn, #gb-gbn
(Σ)ΣΦ [ΣΣΦΣΦ]
|
Παρόλο ου ο εριορισμός Δ΄ εξηγεί τη διαδικασία της ονοματοοίησης με ροκαθορισμένο [] στη Γιορούμα (και τις αρόμοιες εριτώσεις σε άλλες γλώσσες, βλ. Marantz 1982), ο ίδιος εριορισμός δε μορεί να ερμηνεύσει τα τουρκικά δεδομένα. Αν και έχει κατηγοριοοιήθει ως εανάληψη με ροκαθορισμένο τεμάχιο (βλ. Vaux 1998), στα τουρκικά δεν συναντάμε σχηματισμό μόνο με ένα ροκαθορισμένο τεμάχιο, αλλά με τρία διαφορετικά αναδιλασιαστικά Σ, δηλ. /p, m, s/.[5] Το λογικό ερώτημα ου ροκύτει είναι: Թοιο αό τα τρία θα ήταν ροκαθορισμένο και συνδεδεμένο στην τελική υοδοχή ενός υοθετικού (Σ)ΦΣ σκελετικού ροθήματος;
Μία ιθανή αάντηση ου θα μορούσε κανείς να δώσει στην ερώτηση αυτή, είναι ότι δεν υάρχει μόνο ένα (Σ)ΦΣ σκελετικό ρόθημα, αλλά τρία και ότι το τελικό Σ του καθενός είναι συνδεδεμένο με ένα Σ αό το σύνολο {p, m, s}. Αυτό, ωστόσο, δεν μορεί να λύσει το ρόβλημα, καθώς υό τη συγκεκριμένη οτική, το ώς ειλέγεται το κάθε ρόθημα αό τα λεξήματα μορεί να εξηγηθεί μόνο υοστηρίζοντας ως το κάθε ρόθημα είναι υοκατηγοριοοιημένο για κάθε λέξημα στο λεξικό (βλ. Steriade 1988, Kim 2003, Foster 1969, Yavas 1980 και Vaux 1998). Στο (15) και στην ανάλυση ου το ακολουθεί, έχουμε ήδη αρουσιάσει ότι μία τέτοια ροσέγγιση (υοκατηγοριοοίησης) είναι λανθασμένη.
Εναλλακτικά, θα μορούσε να υοστηριχθεί ότι τα ανδ με τα στοιχεία αό το σύνολο {p, m, s} είναι αλλόμορφα και ότι η αλλομορφία αυτή εξαρτάται αό τη φωνημική μελωδία της βάσης, ως αοτέλεσμα της εξάρτησής της στον κατάλογο ροσφυμάτων της τουρκικής αό το φωνημικό εριβάλλον. στόσο, όως είδαμε στο (15β), όχι μόνο το άμεσο εριβάλλον (δηλαδή το Σ1 της βάσης) αλλά και το Σ2 αίζει σημαντικό ρόλο στη ειλογή του εαναλαμβανόμενου Σ: το Σ δεν μορεί να είναι το ίδιο με το Σ2 της βάσης. Στη βιβλιογραφία δεν υάρχει συμφωνία ως ρος το αν η ανομοίωση μεγάλης αόστασης (long-distance dissimilation) είναι μέρος της γραμματικής -ειδικά της γραμματικής της τουρκικής- και αν το φαινόμενο αυτό εξαρτάται αό αρθρωτικούς εριορισμούς, εριορισμούς εεξεργασίας ή την αντίληψη (βλ. Hall 2009).
ς εκ τούτου, ροτείνουμε ότι το Σ ου αναδιλασιάζεται αοτελεί ξεχωριστό ρόσφυμα (ή ιο συγκεκριμένα, ρόθημα). Είναι η εμφάνιση του ροθήματος και του ανδ μαζί ου μαρκάρουν την εμφατικότητα. Το εαναλαβανόμενο Σ, ωστόσο, μαρκάρει και τη διαδικασία. Υό την έννοια αυτή, είναι ο δείκτης αναδιλασιασμού (δα) της δόμησης (κατά τον Hockett 1954), όως το /schm/ στα αγγλικά (23) ή το /m/ στα χάλχα μογγολικά (24):
(23)
a fancy schm-ancy restaurant ένα ολύ κομψό εστιατόριο
ένα κομψό δα-ανδ εστιατόριο
(24)
talx m-alx ψωμί και όλα τα σχετικά
ψωμί δα-ανδ
(Χάλχα Μογγολικά, Svantesson 1997: 134 [=6])
O εν λόγω δείκτης είναι σημασιακά κενός μαρκάρει μόνο τη διαδικασία. Τέτοια σημασιακά κενά στοιχεία έχουν αρατηρηθεί και σε άλλες γλώσσες κατά την ορεία σχηματισμού λέξεων, ειδικά των συνθέτων, .χ.:
(25) κουκλ-ό-σιτ-ο
Σύμφωνα με τη Ralli/Ράλλη (2007 2008 2009 2013), το ρώτο -ο-, ου εμφανίζεται ανάμεσα στα δύο θέματα, στο σχηματισμό στο (25) είναι ένα σημασιακά κενό στοιχείο, δηλ. δείκτης σύνθεσης και μαρκάρει μόνο τη διαδικασία σύνθεσης. Υοστηρίζουμε ότι μορεί το Σ (δα), το οοίο συνοδεύει το ανδ, να θεωρηθεί τεχνικά αρόμοιο με αυτό τον δείκτη σύνθεσης.[6]
Προτείνουμε, είσης, ότι αυτό το Σ αρουσιάζει αλλομορφία ανάμεσα στα /p/, /m/ και /s/ και ότι το υοκείμενο μόρφημα είναι το {P}. Υάρχουν δύο λόγοι γι αυτή την ειλογή ρώτον, το {p} είναι ο τύος του λοιού εριβάλλοντος, δηλ. έχει τη μεγαλύτερη συχνότητα ανάμεσα στα τρία, και, δεύτερον, σε όλα τα δείγματα ου υάρχουν στα αλιότερα τουρκικά κείμενα (7ο-8ο αι.), είναι άντα /p/, Erdal 1991: ενότ. 2.23 2004:151.
(26)
kap-kara κατάμαυρος (και άλλα ονόματα χρωμάτων),
tp-tz εντελώς ισόεδος (και άλλα γεωμετρικά είθετα),
ap-arg Թεντακάθαρος,
p-sn Թολύ υγιεινός
tup-tut αδιαλείτως (Erdal 2004:151)
Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα δείγματα με τα /s/ και το /m/ εμφανίζονται ρώτα στην ογουζική τουρκική (10ο–11ο αι., Mahmud al-Kashgari 11ο αι.):[7]
(27)
sm-sig Թολύ γλυκός
ts-tgirmi εντελώς στρογγυλός βλ. είσης,
tp-tgirmi εντελώς στρογγυλός (Erdal 1991:65–66)
Υοθέτουμε, είσης, ότι η αλλομορφία δεν ρυθμίζεται μόνο αό τη φωνημική μελωδία της βάσης. Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο οι εριορισμοί στο (15) ου καθορίζουν αν το εαναλαμβανόμενο Σ θα εμφανιστεί ως /p/, /m/ ή /s/, αλλά και το γεγονός ότι βρίσκονται σε συνεργασία με το Λεξικό όταν το καθορίζουν. Στη συνέχεια, θα αναλύσουμε το ειχείρημα αυτό.
Οι Kl & Bozşahin (2013) υοστηρίζουν ότι οι εριορισμοί ου διατυώνονται ως γραμμικοί φωνολογικοί κανόνες (όως στο (15)), ρέει να θεωρηθούν όχι ως αοτελεσματικοί εριορισμοί, αλλά ως κανόνες ου δηλώνουν γενικές τάσεις. Στο αοτέλεσμα του ειράματός τους, κατά το οοίο ζήτησαν αό τους ληροφορητές να σχηματίσουν αναδιλασιάζουσες λέξεις αό λεξιλασίες ή μη-ειθήματα, αοκάλυψαν ότι στα εριβάλλοντα όου, κατά το (15), έρεε να εμφανιστεί .χ. μόνο το /p/, οι ληροφορητές χρησιμοοιούν και τα υόλοια Σ, δηλ. το /s/ και το /m/, .χ, mammasal (αραβίαση του 15α), frfrn, masmasal (αραβίαση του 15β) κλ. Το συμέρασμα της μελέτης τους είναι ότι η ειλογή συγκεκριμένου Σ, εκτός αό τις τάσεις-εριορισμούς στο (15), εξαρτάται και αό τη γνώση της (στατιστικής εμφάνισης της) συνύαρξής τους και την αντίστοιχη γνώση εμφάνισης των τελικών τεμαχίων των βάσεων. Λαμβάνοντας υόψη τη στατιστική εμφάνιση των συνυάρξεων των Σ στη γλώσσα, ο ομιλητής έχει τη τάση να ανομοιώνει το εαναλαμβανόμενο Σ αό τα Σ της βάσης, έτσι ώστε o συνδυασμός ανδ+ Σ (δα) να μη μοιάζει (ή να μοιάζει όσο το δυνατόν λιγότερο) με κάοια υφιστάμενη βάση.
Συμφωνώντας με τα συμεράσματα των Kl & Bozşahin (2013), υοστηρίζουμε ότι ο συνδυασμός ανδ+δα, ου έχει συχνή ανααράσταση, οδηγεί τον ομιλητή στο να το θεωρεί όχι ως ρόθημα + ρόθημα, αλλά ως μία ολόκληρη βάση. Όως έχει υοστηριχθεί στη βιβλιογραφία (Ohala 1981 1993, Myers 1997), σε αρκετές εριτώσεις, η υερδιόρθωση είναι ακριβώς ο λόγος ου ροκαλεί ανομοίωση. Η εν λόγω ερίτωση του αναδιλασιαστικού Σ μορεί να έχει τέτοιο κίνητρο. Σημειωτέον είναι το ότι δεν ροκύτει ανάλογο ρόβλημα στην ερίτωση της εανάληψηςμε βάσεις ου έχουν αρχικό Φ: σε τέτοιες εριτώσεις, το Σ είναι άντα το /p/. Αφού το αναδιλασιάζον είναι μόνο το αρχικό Φ, είναι ολύ ιθανό ότι ο ακροατής δεν λαμβάνει αρκετό υλικό εισόδου, ώστε να αντιληφθεί τον σύνδεσμο ανδ+δα ως ξεχωριστή βάση. Αν το Σ ανομοιωθεί, όως στην ερίτωση των βάσεων με αρχικό Σ, η ιθανότητα για το ανδ+δα να γίνει αντιλητό ως ξεχωριστή βάση μορεί να αυξηθεί. Μια τέτοια ανάλυση του εαναλαμβανόμενου Σ, αοκαλύτει ότι η μορφή του συγκαθορίζεται αό τη φωνολογία, τη μορφολογία, αλλά και το λεξικό.[8]
Έειτα αό την καθιέρωση μίας ορθής ανάλυσης του μερικού αναδιλασιασμού στα τουρκικά, στην εόμενη ενότητα θα εξετάσουμε δεδομένα της κααδοκικής και θα συζητήσουμε ότι, η ανάλυση ου ροτείνουμε ιο άνω για τα τουρκικά δε μορεί να εφαρμοστεί στα συγκεκριμένα δεδομένα χωρίς κάοιες τροοοιήσεις. Οι ειτώσεις των τροοοιήσεων για εριβάλλοντα γλωσσικής εαφής θα δοθούν συνοτικά στην ενότητα 4.
3. Μερικός Αναδιλασιασμός στα Κααδοκικά
Έκτος αό τη γραμματική του Αλεκτορίδη (1883), στις γραμματικές των κααδοκικών διαλέκτων, δεν γίνεται λετομερής αναφορά στην ύαρξη ή/και την αραγωγικότητα του φαινομένου. στόσο, η σχετικά συχνή εμφάνιση των δειγμάτων στα γρατά κείμενα συνεάγεται την ορθή υοστήριξη ότι το φαινόμενο ήταν αραγωγικό στις κααδοκικές διαλέκτους και ειδικότερα στις νοτιοκααδοκικές, ριν την ανταλλαγή. Πρέει, είσης, να σημειωθεί ότι το φαινόμενο δεν εμφανίζεται αραγωγικά στην κααδοκική ου ομιλείται σήμερα στην Ελλάδα., δηλ. στα μιστιώτικα.
Συγκρίνοντας τα κααδοκικά αραδείγματα στο (1)–(2)/(28)–(29), με τα αντίστοιχα αραδείγματα αό τα τουρκικά δεδομένα (βλ. υο-ενότητες 2.3, 2.4), μορεί κανείς να αρατηρήσει ότι η διαδικασία δεν είναι κοινή για τα δύο γλωσσικά συστήματα:
(28)
Βάσεις με αρχικό σύμφωνο
μάς-μαυρο κατάμαυρος < μαύρο
λί-λιγο Թολύ λίγος < λίγο
κά-καλο Թολύ καλός < καλό
κέ-κελες όμορφος < κελές
μάν-μαναχο ολομόναχος < μαναχό
όμ-ολυ Թάρα ολύς < ολύ
(29)
Βάσεις με αρχικό φωνήεν
ά-ασρο κάτασρος < άσρο
Η ρώτη διαφορά ανάμεσα στον αναδιλασιασμό στα τουρκικά και την εμφάνισή του στα κααδοκικά, εντοίζεται στα σύνολα των Σ ου εαναλμβάνονται όταν το σύνολο στα τουρκικά εριέχει τα /p/, /m/ και /s/, το αντίστοιχο στα κααδοκικά εριέχει /p/, /m/, /s/ και /n/, βλ. μάνμαναχο. Παρατηρώντας αυτό, ο Τζιτζιλής (υό εκδ.) αναφέρει ότι ρόκειται για δύο διαφορετικά μοντέλα: ένα τουρκικό, στο οοίο έχουμε εανάληψη της ρώτης συλλαβής και ανάτυξη ενός συνδετικού συμφώνου (/p/, /m/, /s/ κτλ.), .χ. μαύρο > μάσμαυρο και ένα ελληνικό, όου συναντάμε εανάληψη της ρώτης συλλαβής και του αρκτικού συμφώνου της δεύτερης, .χ. μαναχό > μάνμαναχο (βλ. είσης Janse υό έκδ.). Η δεύτερη διαφορά είναι ότι το αναδιλασιαστικό Σ –αντίθετα με την ερίτωση της τουρκικής (βλ. 15β) – μορεί να είναι ίδιο με το δεύτερο Σ του θέματος, .χ. μάν-μαναχο.
Ακολουθώντας την αρατήρηση του Τζιτζιλή (υ. έκδ), σύμφωνα με την οοία αυτό ου εμφανίζεται ξανά είναι η ρώτη συλλαβή της βάσης, υοστηρίζουμε σε αυτή τη μελέτη ότι το ανδ στα κααδοκικά – αντίθετα με το ανδ στα τουρκικά – δεν είναι ένας σκελετός ΣΦ, αλλά ένας συλλαβικός σκελετός, σ. Αυτός μορεί να σχηματιστεί ως εξής:
(30)
α. ανδ + ma. vro
| | =ma- ma.vro
σ σ σ
1 1
Σ Φ Σ Σ Φ
β. ανδ + a. spro
| | =a- a.spro
σ σ σ
| 1
Φ ΣΣΣ Φ
Όως γίνεται κατανοητό και αό τα αραδείγματα στο (30), εειδή το ανδ είναι συλλαβικός σκελετός σ, κάτι το οοίο σημαίνει ως το ανδ στοχεύει στην ρώτη συλλαβή της βάσης, η εσωτερική δομή της συλλαβής, δηλ. ο αριθμός και/ή η σειρά των Φ και των Σ σε σχέση το ένα με το άλλο, δεν είναι καθορισμένοι. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η ανάλυση του ανδ αοδεικνύει ως οι εριορισμοί Α΄, Β΄ και Γ΄ ου δόθηκαν στην υο-ενότητα 2.3, ισχύουν και για τα κααδοκικά. Εξαιτίας αυτών των εριορισμών, αυτό ου αναδιλασιάζεται είναι μόνο η ρώτη συλλαβή της βάσης. Πρέει είσης ν αναφερθεί, ότι η ανάλυση μας δε συμφωνεί αολύτως με την αρατήρηση του Τζιτζιλή, ο οοίος ροβαίνει σε διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο μοντέλα: στο ρώτο, το ανδ είναι η ρώτη συλλαβή (.χ. mas-ma.vro), ενώ στο δεύτερο, είναι η ρώτη συλλαβή + το ρώτο Σ (έμβαση;) της δεύτερης συλλαβής (.χ. man-ma.na.xo). Κατά την ανάλυσή μας, η διαφορά αυτή ρέει να αντανακλάται όχι στο ανδ, αλλά στο Σ ου εαναλαμβάνεται.
Σε γενικές γραμμές, αν αφαιρέσουμε ροσωρινά το /n/, είναι σαφές ότι το αναδιλασιαστικό Σ στα κααδοκικά είναι σχεδόν αρόμοιο με αυτό της τουρκικής, βλ. .χ. την ειλογή του /p/ στις βάσεις με αρχικό Φ. Εν όψει της ομοιότητας αυτής, μορεί να υοστηριχθεί ότι το Σ της κααδοκικής αοτελεί ξεχωριστό ρόθημα, όως το Σ της τουρκικής, το οοίο μαρκάρει τη δόμηση της διαδικασίας. στόσο, οι αράγοντες ου καθορίζουν τη μορφή του αναδιλασιαστικού Σ, δηλ. αν είναι /p/, /s/, /m/ ή /n/, δεν μορεί να είναι ίδιοι με αυτούς των τουρκικών. Υοστηρίζουμε ότι αν και το σύνολο {p, s, m} είναι δάνειο αό τα τουρκικά μέσω εξαγωγής αό τις τουρκικές αναδιλασιάζουσες βάσεις, οι εριορισμοί ου καθορίζουν τα συνδυαστικά τους χαρακτηριστικά διαφέρουν αό αυτούς ου είναι ενεργοί στα τουρκικά. Υοστηρίξαμε στην υο-ενότητα 2.4, ότι η ειλογή του Σ στα τουρκικά είναι ερισσότερο μορφολεξική + φωνολογική, αρά αοκλειστικά φωνολογική (ή συν-φωνολογική). Η βασική ένδειξη για το ειχείρημα αυτό εντοίζεται (α) στο γεγονός ότι το εαναλαμβανόμενου Σ στα κααδοκικά μορεί να εμφανιστεί ως το ίδιο με το δεύτερο Σ της βάσης. Είσης, το να εφαρμοστεί μία ανάλυση της ειλογής του Σ, ου να στηρίζεται στη γνώση του ομιλητή ως ρος τη στατιστική της συνύαρξης των Σ, αλλά και ως ρος τη στατιστική εμφάνιση των τελικών τεμαχίων των βάσεων μίας συγκεκριμένης γλώσσας σε σχέση με μία άλλη γλώσσα με διαφορετική λεξική ρομήθεια, είναι ήδη λανθασμένο.[9]
Για το λόγο αυτό, υοστηρίζουμε στη συγκεκριμένη μελέτη ότι η ειλογή του αναδιλασιαστικού Σ στα κααδοκικά βασίζεται μόνο στα φωνολογικά (ατελή) σχήματα, τα οοία με τη σειρά τους βασίζονται στους εριορισμούς ου αναλύονται στο (Γ΄). Σε εριτώσεις όου οι συγκεκριμένοι εριορισμοί δε βοηθούσαν τον ομιλητή, θα εμφανίζονταν δύο ιθανές λύσεις:
(α) να βασιστεί στα συνδυαστικά χαρακτηριστικά του ιο κοντινού φωνήματος, όως στο αράδειγμα όμ-ολυ: Στα τουρκικά, οι ειβεβαιωμένοι τύοι με αρχικό [p] ειλέγουν άντα το αναδιλασιαστικό Σ [s] (αλλά βλ. είσης υοσημείωση (3) αράδειγμα εξαίρεσης και ερμηνεία), .χ. pes-pembe σκούρο ροζ < pembe ροζ, pas-parlak ολόλαμρος < parlak λαμερός κλ. Το κααδοκικό αράδειγμα έχει το [m] ως εαναλαμβανόμενο Σ και όχι το [s]. Αυτή η διαφορά εξηγείται αό το γεγονός ότι το [p] στα τουρκικά είναι δασυνόμενο, δηλ. [ph]. Αν δούμε το Σ ου εμφανίζεται στους ειβεβαιωμένους τύους, συγκριτικά με το μη δασυνόμενο ομόλογο του [ph], δηλ. το [b], αρατηρούμε ότι είναι ολύ συχνά το [m]: .χ. bom-boş ολόαδειος <boş αδειος, bom-bok ολόσκατος <bok σκατά, bem-beyaz κάτασρος <beyaz άσρος κλ. Άρα, όταν ο ομιλητής δημιουργούσε αναδιλασιασμό στα κααδοκικά αό τις βάσεις με αρχικό [p], αρακολουθούσε το φωνολογικό σχήμα ου είχε εξαγάγει αό τις τουρκικές βάσεις με το αρχικό [b] και όχι αυτό με το αρχικό [ph]. Αυτό μας το δείχνει και ένα ακόμα γεγονός: αντίθετα με τα τουρκικά, το Σ2 της βάσης στα κααδοκικά, φαίνεται ότι δεν διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ειλογή του Σ. Παρόλο ου ολλές βάσεις στα τουρκικά με το αρχικό [b] ειλέγουν το [m] ως αναδιλασιαστικό Σ, οι βάσεις με αρχικό [b] ου έχουν [l] ως Σ2 ειλέγουν άντα το [s], .χ. bes-belli ολοφάνερος <belli φανερός, bos-bol <bol Թολύ φαρδύς κλ. Ο εριορισμός αυτός δεν αρατηρείται στα κααδοκικά, καθώς .χ. το ολύ ειλέγει το Σ [m], δηλ. όμ-ολυ, όως ισχύει γενικά στα τουρκικά με τις βάσεις με το αρχικό [b] και όχι το Σ [s] ου εαναλαμβάνεται, δηλ. #ός-ολυ, αντίθετα με τις τουρκικές βάσεις της σειράς Σ1=[b], Σ2=[l].[10]
(β) να δημιουργήσει το δικό του σχήμα, σε εριτώσεις όου υάρχει η ανεάρκεια της εισόδου αό τα τουρκικά. Τη λύση αυτή τη βλέουμε στην ερίτωση της αναδιλασιάζουσας βάσης, μαν-μαναχό. Το Σ [n] δεν ααντάται στα τουρκικά και οι ειβεβαιωμένοι τύοι με αρχικό [m] άντα ειλέγουν το Σ [s], ανεξάρτητα αό τα χαρακτηριστικά του Σ2 της βάσης, .χ. mas-mavi σκούρο μλε<mavi μλε, mes-merakl ολύ ερίεργος <merakl Թερίεργος, αράξενος, mas-makul Թολύ λογικός <makul λογικός, κλ. Άρα, είναι σαφές ότι το [n] δεν αοτελεί δάνειο αό τα τουρκικά, αλλά αντίθετα δημιουργήθηκε στα κααδοκικά. Πιστεύουμε ότι η καινοτομία αυτή ραγματοοιήθηκε, εειδή στα τουρκικά δεν υάρχουν βάσεις της μορφής Σ1=/m/, Σ2=/n/, δηλαδή βάσεις ου θα μορούσαν να αοτελέσουν μοντέλα, τα συνδυαστικά χαρακτηριστικά των οοίων θα ήταν εξαγόμενα. Σε τέτοιες εριτώσεις, θεωρούμε ότι και το Σ δανείζεται αό τη βάση.
Η τελευταία αρατήρηση σχετικά με την εανάληψη στα κααδοκικά, είναι ότι αν και ο ρωτεύων τόνος μετακινείται στην αρχική συλλαβή, δηλ, στο ανδ, η συλλαβή αό την οοία μετακινείται ο τόνος τονίζεται με δευτερεύοντα τόνο. Η ένδειξη γι αυτή την αρατήρηση βρίσκεται στο αράδειγμα μάν-μαναχο ολομόναχος. Στο αράδειγμα, αν και ο ρωτεύων τόνος μετακινείται αό τη λήγουσα της βάσης (βλ. μαναχό) στο ανδ (όως αντανακλάται και στην ορθογραφία του), αρά το γεγονός ότι υάρχει ανύψωση του άτονου τελικού [o] (Dawkins 1916: 64, 64), το αράδειγμα δεν εμφανίζεται ως #μάν-μαναχου [man-manaxu]. Αυτό μας δείχνει ότι εμφανίζεται ο δευτερεύων τόνος στη λήγουσα της εανάληψης (δηλ. *μάν-μαναχ). [11]
Συμερασματικά, σε αυτή την ενότητα υοστηρίξαμε ότι: (α) το ανδ στα κααδοκικά μορεί να είναι ένας σκελετός-ρόθημα σ, άνω στο οοίο συσχετίζεται η φωνημική μελωδία ου αναδιλασιάζεται αό τη βάση και (β) ότι το Σ ου μορεί να εμφανιστεί ως /p/, /m/, /s/ ή /n/ και μαρκάρει τη μορφολογική διαδικασία, ειλέγεται αό τη βάση χρησιμοοιώντας αοκλειστικά φωνολογικούς εριορισμούς.
Τα βασικά σημεία των ενοτήτων 2 και 3 μορούν να συνοψιστούν στα εξής:
(α) Στον μερικό αναδιλασιασμό, ενώ στα τουρκικά αυτό ου εαναλαμβάνεται μορεί να είναι κάοιο τεμάχιο μικρότερο αό τη συλλαβή, στα κααδοκικά, τουλάχιστον βάσει των ειβεβαιωμένων δειγμάτων, είναι άντα η ρώτη συλλαβή.
(β) Ο αναδιλασιαστής-ρόσφυμα στα τουρκικά είναι ένας σκελετός-ρόσφυμα με μορφή ΣΦ, ενώ στα κααδοκικά μορεί να είναι ένας σκελετός-ρόσφυμα σε μορφή σ. Και στις δύο γλώσσες, η φωνημική μελωδία ολόκληρης της βάσης εαναλαμβάνεται και συσχετίζεται με το σκελετό-ρόσφυμα.
(γ) Το Σ, το οοίο μορεί να εμφανιστεί ως /p/, /m/ και /s/ στα τουρκικά, δεν μορεί να θεωρηθεί μόνο ως εένθεση. Η μορφή του καθορίζεται αό τη στενή συνεργασία της μορφολογίας, του λεξικού και των φωνοτακτικών εριορισμών της τουρκικής. Αό την άλλη μεριά, η μορφή του αναδιλασιαστικού Σ στα κααδοκικά, ου μορεί να εμφανιστεί ως /p/, /m/, /s/ και /n/, καθορίζεται μόνο με βάση το φωνολογικό εριβάλλον. Είναι ακριβώς η έλλειψη του εριβάλλοντος στα δεδομένα εισόδου, ου δημιούργησε ένα συγκεκριμένο Σ στα κααδοκικά, δηλ. το /n/.
Όως δείχνουν οι διαφορές ου αοτυώνουν το ώς εφαρμόζουν οι δύο γλώσσες το ίδιο φαινόμενο, η κααδοκική δεν έχει δανειστεί εξολοκλήρου το φαινόμενο αό την τουρκική. Η ερίτωση αυτή ειβεβαιώνει το ρότυο του Johanson (2002: 9), σύμφωνα με τον οοίο, ξένα στοιχεία – ειδικότερα τα δεσμευμένα μορφήματα – τα οοία δανείζεται μία γλώσσα, την εξυηρετούν μόνο ως ρότυα, ενώ το υλικό ου δανείζεται (δηλ. κώδικας, code), δεν είναι οτέ το ίδιο με αυτό ου συναντάμε στην γλώσσα-δότρια. Με βάση την άοψη αυτή, ο δανεισμός μορφολογικών στοιχείων είναι συνήθως ειλεκτικός. Στον ειλεκτικό δανεισμό (selective copying, Johanson 2002), μία γλώσσα δανείζεται αό μία άλλη μόνο κάοια συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά (.χ. μορφικά, συνδυαστικά, σημασιολογικά), ενός κώδικα. Στην ερίτωση του δανεισμού της διαδικασίας, είδαμε ότι ενώ ειφανειακά το φαινόμενο είναι κοινό και στα δύο γλωσσικά συστήματα, μία λετομερέστερη ανάλυση αοκαλύτει αρκετές διαφορές μεταξύ τους, γεγονός το οοίο μας οδηγεί στο συμέρασμα ότι η κααδοκική δανείστηκε το φαινόμενο μόνο ειλεκτικά. Το συμέρασμα της αρούσας μελέτης έχει δύο ροβλέψεις: (α) ριν αοφασιστεί οιο είναι το δάνειο στοιχείο, ρέει όχι μόνο να κριθεί αν το ίδιο φαινόμενο εμφανίζεται (ειφανειακά) σε δύο γλώσσες εαφής, αλλά και να αναλυθούν ειλέον όλα τα συνδυαστικά, σημασιολογικά και μορφικά χαρακτηριστικά του ιδίου φαινομένου, όως εμφανίζεται και στις δύο γλώσσες και (β) ως λογικό αοτέλεσμα του (α), ριν αοφασιστεί αν μία γλώσσα έχει δανειστεί έναν συγκεκριμένο κανόνα μίας δεύτερης γλώσσας (βλ.Thomason forthcoming), θα ρέει να ροσδιοριστούν με ακρίβεια τα σύνορά του.
Η μελέτη αυτή ρωτοαρουσιάστηκε στο 11ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας (Ρόδος, 26η-29η Σετεμβρίου 2013) στη θεματική συνεδρία με τίτλο Γλωσσική Εαφή υό το ρίσμα της ελληνικής μορφολογικής οικιλίας και αοτελεί μέρος μίας ευρύτερης έρευνας για το μερικό αναδιλασιασμό στη Μικρά Ασία. Ευχαριστούμε θερμά τη διοργανώτρια της συνεδρίας αυτής, την καθ. Αγγελική Ράλλη, τον Σύρο Αρμοστή καθώς και την Μαριάννα Γκιουλέκα για τις χρήσιμες αρατηρήσεις τους. Ευχαριστούμε, είσης, θερμά την Μαριάννα Γκιουλέκα και για τις ανεκτίμητες ορθογραφικές και γραμματικές διορθώσεις της στο κείμενο.
Aldere, J., Beckman, J., Benua, L, Gnanadesikan, A., McCarthy, J., & Urbanczyk, S. (1999). Reduplication with fixed segmentism. Linguistic Inquiry 30: 327-364.
Αλεκτορίδης, Σ.Α. (1883). Λεξιλόγιον του εν Φερτακαίνοις της Κααδοκίας γλωσσικού ιδιώματος, Δ.Ι.Ε.Ε. 1: 480-508.
Blevins, J. (1995). The Syllable in Phonological Theory, In: J. Goldsmith (Ed.), Handbook of phonological theory. London: Basil Blackwell, 206-44.
Broselow, E., & J. McCarthy. (1983). A theory of internal reduplication. Linguistic Review 3: 25-98.
Clements, G.N., & S.J. Keyser. (1983). CV Phonology: A Generative Theory of the Syllable. Cambridge, MA: MIT Press.
Dawkins, R.M. (1916). Modern Greek in Asia Minor: A Study of the Dialects of Silli, Cappadocia and Pharasa, with Grammar, Texts, Translation and Glossary. Cambridge: CUP.
Demircan, . (1987). Emphatic reduplication in Turkish. In: H. Boeschoten, & L. Verhoeven (Eds.), Studies on Modern Turkish: Proceedings of the Third Conference on Turkish Linguistics. Tilburg: Tilburg University Press, 24-41.
Δημελά, Ελεονώρα Δ. (2010). Η Προθηματοοίηση στις Νεοελληνικές Διαλέκτους. Συγχρονική και Διαχρονική Προσέγγιση. Διδακτορική Διατριβή, Πανειστήμιο Πατρών.
Erdal, M. (1991). Old Turkic Word Formation: A Functional Approach to the Lexicon, Vol.I. Wiesbaden: Harrassowitz Verlag.
Erdal, M. (2004). A Grammar of Old Turkic. Leiden: Brill.
Foster, J. (1969). On Some Phonological Rules in Turkish, PhD Thesis, University of Illinois.
Φωστέρης, Δ., & Ι.Ι. Κεσίσογλου. 1950. Λεξιλόγιο του Αραβανί. Αθήνα: Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Goldsmith, J. (1976). An overview of Autosegmental Phonology. Linguistic Analysis 2: 23-68.
Gksel, A., & C. Kerslake. (2005). Turkish: A Comprehensive Grammar. London: Routledge.
Hatipoğlu, V. (1973). Pekiştirme ve Kurallar. Ankara: Trk Dil Kurumu Tantma Yaynlar.
Hall, N. (2009). [r]-dissimilation in American English, ms, California State University, Long Beach, CA.
Hockett, C.F. (1954). Two models of grammatical description. Word 10: 210-234.
Ingria, R. (1980). Compensatory Lengthening as a Metrical Phenomenon. Linguistic Inquiry 11, 465-496.
Inkelas, S., & C. Zoll. (2005). Reduplication: Doubling in morphology. Cambridge: CUP.
Janse, M. (υό έκδ.). Η κααδοκική διάλεκτος. Στο: Χρ. Τζιτζιλής. Ελληνικές Διάλεκτοι. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σουδών.
Johanson, L. (2002). Structural Factors in Turkic Language Contacts. Richmond: Curzon.
Kelepir, M. (2000). To be or not to be faithful. In: A. Gksel, & C. Kerslake (Eds.), Studies on Turkish and Turkic Languages. Wiesbaden: Harrassowitz Verlag, 11-18.
Κεσίσογλου, Ι.Ι. (1951). Το γλωσσικό ιδίωμα του Ουλαγάτς. Αθήνα: Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Kl, ., & C. Bozşahin. (2013). Selection of linker type in emphatic reduplication: Speakers intuition meets corpus statistics. Paper presented at the 35th Annual Meeting of Cognitive Science Society (COGSCI 2013), Berlin, Germany.
Kim, H.-S. (2003). The full-to-partial reduction in Korean and Turkish reduplication. Linguistic Research 26: 121-148.
Κρινόουλος, Σ. 1899. Τα Φερτάκαινα. Υο Εθνολογικήν και Φιλολογικήν Έοψιν Εξεταζόμενα. Αθήνα: ΔΗΜ ΦΕΞΗ.
Κυρανούδης, Π. (2009). Μορφολογία των Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονική: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σουδών.
Marantz, A. (1982). Re Reduplication. Linguistic Inquiry 13: 435-481.
Marantz, A. (1987). Phonologically induced bracketing paradoxes in full morpheme reduplication. Proceedings of WCCFL 6: 203-211.
Matras, J. (forthcoming). Why is the borrowing of inflectional morphology dis-preferred? In: N. Amiridze, P. Arkadiev, F. Gardani (Eds.), Borrowed Morphology. Berlin: De Gruyter.
McCarthy, J. (1979). Formal Problems in Semitic Phonology and Morphology, PhD Thesis. MIT, Cambridge, MA.
McCarthy, J. (1981). A prosodic theory of nonconcetanive morphology. Linguistic Inquiry 12: 373-348.
McCarthy, J., & A. Prince. (1986). Prosodic Morphology. Technical Report #32, Rutgers Center for Cognitive Science.
Myers, S. (1997). Expressing phonetic naturalness in phonology. In: R. Iggy (Ed.), Derivations and Constraints in Phonology. Oxford: Clarendon Press, 125-52.
Nespor, M. (1999). Φωνολογία. (Προσαρμογή στα Ελληνικά Α. Ράλλη). Αθήνα: Πατάκης.
Ohala, J. (1981). The listener as a source of sound change. In: C. Masek, R. Hendrick, & M.F. Miller (Eds.), Papers from the Parasession on Language and Behavior, CLS, 179-203.
Ohala, J. (1993). The phonetics of sound change. In: C. Jones (Ed.), Historical Linguistics: Problems and Perspectives. London: Longman, 237-278.
Ralli, A. (2013). Compounding in Modern Greek. Dordrecht: Springer.
Ralli, A. (2010). Compounding versus Derivation. In: S. Scalise and I. Vogel (Eds.), Cross Disciplinary Issues in Compounding. Amsterdam/ Philadelphia: John Benjamins, 57-74.
Ralli, A. (2009). I.E. Hellenic: Modern Greek. In: R. Lieber, & P. Štekauer (Eds.), The Oxford Handbook of Compounding. Oxford: Oxford University Press, 453-463.
Ralli, A. (2008). Compound markers and parametric variation. Language Typology and Universals (STUF) 61: 19-38.
Ράλλη, Α. (2007). Η Σύνθεση Λέξεων: Διαγλωσσική ροσέγγιση. Αθήνα: Πατάκης.
Ράλλη, Α. (2005). Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης.
Sezer, E. (1981). On non-final stress in Turkish. Journal of Turkish Studies 5: 61-69.
Southern, M. (2005). Contagious Couplings: Transmission of Expressives in Yiddish Echo Phrases. Westport, CT/London: Praeger.
Steriade, D. (1988). Reduplication and syllable transfer in Sanskrit and elsewhere. Phonology 5: 73-155.
Svantesson, J-O. (1997). Reduplication in Mongolian phonology. Phonum 5: 133-136.
Thomason, S. G. (forthcoming). Can rules be borrowed? In: R.M. Zavala, & T. Smith-Stark (Eds.), A Festschrift for Terry Kaufman.
Tzitzilis, Christos. (in preparation). On the so called Anatolian Greek.
Vaux, B. (1998). The Phonology of Armenian. Oxford: Clarendon Press.
Wlchli, B. (2005). Co-compounds and Natural Coordination. NY: OUP.
Wedel, A. (1999). Turkish Emphatic Reduplication. Ms., UC, Santa Cruz.
Yavas, M. (1980). Borrowing and Its Implications for Turkish Phonology, PhD Thesis. University of Kansas.
Yip, M. (1982). Reduplication and CV skeleta in Chinese secret languages. Linguistic Inquiry 13: 637-662.
Yip, M. (1995). Repetition and its Avoidance: The Case of Javanese. ROA.
[1] Στην κοινή νεοελληνική, οι λέξεις δημιουργούνται αό τα θέματα ή τις ρίζες, μεταξύ των οοίων συγχρονικά δεν υάρχει διαφορά (βλ. Ράλλη 2005:23, Ralli 2013:8). Εειδή δεν μας είναι σαφές εάν η δημιουργία λέξεων ακολουθεί τα ίδια ρότυα και στις κααδοκικές διαλέκτους, σε αυτή τη μελέτη ακολουθούμε τον αραδοσιακό όρο βάση.
[2] Οι συντομογραφίες ου χρησιμοοιούνται σε αυτή την μελέτη είναι οι εξής: Αλ=Αλεκτορίδου (1883), ανδ=αναδιλασιαστικό ρόθημα, Αρ=Αραβανί, δα=δείκτης αναδιλασιασμού, δς=δείκτης σύνθεσης, Κ=Κεσίσογλου (1951), Κρ=Κρινοούλου (1899), Ουλ=Ουλαγάτς, Φερ=Φερτέκ, Φ&Κ= Φωστέρη & Κεσίσογλου (1950), D=Dawkins (1916), J=Janse (ροσεχώς) (για τις αναφορές, βλ. βιβλιογραφία). Το ενωτικό (-) χωρίζει τα μορφήματα και η τελεία (.) χωρίζει τις συλλαβές. Ο αστερίσκος (*) χρησιμοοιείται για κατασκευασμένα αραδείγματα και υοκειμενικούς τύους, ενώ η δίεση (#) δείχνει ότι το αράδειγμα είναι μη ειβεβαιωμένο στην ερίτωση της κααδοκικής και αντιγραμματικό/μη ειβεβαιωμένο στην ερίτωση της τουρκικής.
[3] Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τις εριγραφικές αναφορές (.χ. μεταξύ άλλων, Hatipoğlu 1973, Demircan 1987), στο συγκεκριμένο φαινόμενο υάρχουν τέσσερα αναδιλασιαστικά Σ: τα /p/, /m/, /s/ και το /r/ (βλ. είσης (3)). Kατά τη γνώμη μας το τελευταίο, δηλ. το /r/ – σε συγχρονικό είεδο τουλάχιστον –, δεν αοτελεί αραγωγικό Σ, ου μορεί να εαναληφθεί, για δύο λόγους: (α) στη σημερινή τουρκική γλώσσα, υάρχουν μόνο τέσσερεις ειβεβαιωμένοι τύοι με το συγκεκριμένο Σ /r/ (Wedel 1999, Kelepir 2000):
(i)
sefil άθλιος >ser-sefil εντελώς άθλιος
perişan ελεεινός >per-perişan εντελώς ελεεινός
abuk γρήγορος >ar-abuk Թολύ γρήγορος
temiz καθαρός >ter-temiz Թεντακάθαρος
Είναι ενδιαφέρον ότι δύο αλές βάσεις (perişan και abuk) είναι δάνειες αό τα ερσικά και δύο (sefil και temiz) είναι δάνειες αό τα αραβικά, ενώ υάρχουν ισχυρές ενδείξεις ως ρος το ότι οι τελευταίες είναι δάνειες αό τα αραβικά μέσω των ερσικών, όου και εμφανίζονται (δηλ. ερσ. tamiz και safīl). Στα ερσικά, συναντάμε φαινόμενο κάως αρόμοιο με αυτό της τουρκικής, στο οοίο τα αρχικά ΣΦ εαναλαμβάνονται και ροθηματοοιούνται στη βάση μαζί με το /r/ και το /o/, με το τελευταίο να είναι ο δείκτης σύνθεσης. Για αράδειγμα, το tαmiz καθαρός γίνεται:
(ii)
tar- -o- tamiz
ανδ- -δσ- καθαρός
Թεντακάθαρος [ερσικά]
Σχετικά με το φαινόμενο στα ερσικά, βλ. Southern (2005). Αν και σήμερα το φαινόμενο δεν είναι αραγωγικό στη γλώσσα, όσον αφορά την αρούσα μελέτη, μορεί να υοστηριχθεί ότι οι τέσσερεις ειβεβαιωμένοι τύοι με εανάληψη στο (i) είναι δάνειοι αό τα ερσικά. Η θέση αυτή ειβεβαιώνεται και αό το γεγονός ότι αραδείγματα με το Σ /r/ δεν εμφανίζονται στα αλιά τουρκικά (Βλ. είσης υο-ενότητα 2.4, και υοσημείωση 7).
(β) Οι Kl & Bozşahin (2013) υοστήριξαν ότι η συχνότητα εμφάνισης των αναδιλασιαστικών Σ με ρωτοφανείς βάσεις στη σημερινή τουρκική γλώσσα είναι: /p/ > /s/ > /m/ > /r/, όου η συχνότητα εμφάνισης βάσεων με το /r/ είναι αμελητέα. Ακόμα και σε ένα σώμα δεδομένων των ρωτοφανών βάσεων ου έχουν αρχικό Σ, το /r/ εμφανίζεται μόνο στο 4% των δειγμάτων.
[4] Μορεί να γίνει συσχέτιση με την ενεργή στα σύνορα μορφημάτων φωνηεντική αρμονία, η οοία συνιστά χαρακτηριστικό ολλών γλωσσών για αράδειγμα, στα τουρκικά, τα φωνηέντα των ειθημάτων (με ελάχιστες εξαιρέσεις) μορεί να εμφανιστούν ή ως [ɯ, i, u, y], ανάλογα με τα χαρακτηριστικά [ρόσθιο, στρογγυλό] του ροηγουμένου φωνήεντος, ή ως [a, e] ανάλογα με το [ρόσθιο] χαρακτηριστικό του ροηγουμένου φωνήεντος. Το γεγονός αυτό, δείχνει ότι τα ροσωδιακά χαρακτηριστικά των φωνηέντων των ειθημάτων της τουρκικής είναι υοροσδιορισμένα. Στην ερίτωση του μερικού αναδιλασιασμού, υοστηρίζουμε ότι τα ροσωδιακά χαρακτηριστικά όλων των φωνημάτων δεν είναι υοροσδιορισμένα, αλλά εντελώς αόριστα.
[5] Γι αυτό το λόγο, ροτείνουμε για τα τουρκικά δεδομένα τον όρο μερικός αναδιλασιασμός με οιονεί ροκαθορισμένο τεμάχιο (reduplication with quasi-fixed segmentism).
[6] Πρέει να σημειωθεί ότι η ροτεινόμενη αναλογία ανάμεσα στο αναδιλασιαστικό Σ της τουρκικής και τον δείκτη σύνθεσης της ελληνικής δεν είναι ακριβώς σωστή. Σύμφωνα με τη Ralli/Ράλλη, ο δείκτης δεν έχει ροσφυματικό χαρακτήρα, και δεν ρέει να του αοδοθούν αραγωγικά (ή κλιτικά/μορφο-συντακτικά) χαρακτηριστικά. Είναι μόνο ένα μορφολογικό στοιχείο ου στερείται σημασίας και μαρκάρει τη διαδικασία σχηματισμού συνθέτων. (μετάφραση: MB&MJ, Ralli 2009: 455). Στην ανάλυσή μας, θεωρούμε ότι το Σ, αν και είναι σημασιακά κενό, έχει ροσφυματικό χαρακτήρα για λόγους ου θα αρουσιάσουμε αρακάτω.
[7] Στα ίδια κείμενα, δεν εμφανίζονται δείγματα με το /r/, κάτι το οοίο σημαίνει ότι τα δείγματα αυτά είναι ιο ρόσφατα.
[8] Ας σημειωθεί ότι η θεώρηση του Σ ως ξεχωριστό ρόσφυμα, μορεί να εξηγήσει και το γιατί ο τόνος μετακινείται άντα στο αναδιλασιάζον. Στην υο-ενότητα 2.2, αναφέραμε ότι υάρχουν ολλά ειθήματα της τουρκικής, ου φέρνουν τον τόνο στη συλλαβή ου ροηγείται. Το Σ, ου κατά την ανάλυσή μας είναι ένα ρόσφυμα, μορεί να ανήκει στην ίδια κατηγορία με αυτά τα ροσφύματα.
[9] Πρέει να σημειωθεί, ότι το ειχείρημα αυτό δεν είναι εντελώς σωστό. Σύμφωνα με ρόσφατες μελέτες, .χ. Matras (forthcoming), ο αραδοσιακός όρος της αλλαγής μέσω της γλωσσικής εαφής, βασίζεται στο δίγλωσσο ομιλητή και όχι στις γλώσσες. Υό την έννοια αυτή, δεν υάρχει γλωσσική εαφή (sensu stricto). Αν υιοθετήσει κανείς τη συγκεκριμένη οτική, τότε θα ρέει να αοδεχτεί τελεολογικά και την άοψη ότι δεν υάρχουν δύο νοητικά λεξικά στο γνωστικό σύστημα του δίγλωσσου ομιλητή, άλλα μόνο ένα, το οοίο εριέχει όλα τα λήμματα των δύο γλωσσών. Αν εφαρμοστεί η ανάλυση στην ερίτωση της ειλογής του αναδιλασιαστικού Σ αό τους Κααδόκες ομιλητές, τότε μορεί να υοστηριχθεί ότι η γνώση της στατιστικής εμφάνισης της συνύαρξης των Σ και η γνώση της στατιστικής εμφάνισης των τελικών τεμαχίων των βάσεων της τουρκικής οδηγούν σε μια σχετικά αυτόματη ειλογή του Σ για τις κααδοκικές βάσεις.
[10] Αυτό δεν σημαίνει ότι μορεί να υοστηριχθεί η ύαρξη άλλων εριορισμών στην ειλογή του αναδιλασιαστικού Σ στα κααδοκικά, οι οοίοι να βασίζονται μόνο στα χαρακτηριστικά του αρχικού Σ της βάσης, όως υοστηρίχθηκε .χ. αό τον Vaux (1998) για την εανάληψη στις αρμένικες διαλέκτους. Σύμφωνα με τον Vaux (1998), τουλάχιστον στον αναδιλασιασμό ου είναι δανεισμένος αό τα τουρκικά, γειτνιάζοντα τεμάχια δεν μορούν να έχουν τον ίδιο τόο άρθρωσης (Αρχή του Υοχρεωτικού Περιγράμματος (Obligatory Contour Principle)). στόσο, όως βλέουμε και στο αράδειγμα ομ-ολύ, μια τέτοια αρχή δε μορεί να εφαρμοστεί στα κααδοκικά, βλ. στο ομ-ολύ, όου και το [m] και το [p] είναι χειλικά.
[11] Προς είρρωση της θέσης αυτής βλ, μεταξύ άλλων, Nespor (1999), Ράλλη/ Ralli (2007 2010) και Δημελά (2010: 143), κατά τους οοίους ένα αυτόνομο λέξημα ου συμμετέχει σε μία ολύλοκη μορφολογική δομή ως θέμα δεν φέρει τόνο. Το συμέρασμα στο κείμενο μορεί να ερμηνευθεί ως εξής: στα κααδοκικά, δεν είναι τα θέματα ου συμμετέχουν στις μορφολογικές διαδικασίες. Αυτό αντανακλάται και στην μειωμένη αραγωγικότητα των συνθέτων στα κααδοκικά με βάση θέματα.
View Counter: Abstract | 455 | times, and
PWPL | ISSN: 1792-0949 | © Copyright 2010-2024, Linguistics Division, Department of Philology, University of Patras
Pasithee | Library & Information Center | University of Patras